Γονείς και ενήλικα παιδιά
Η σχέση γονέων με τα ενήλικα παιδιά τους και πως αυτή επηρεάζει την ψυχοσυναισθηματική τους κατάσταση
Η σχέση γονέων-παιδιού είναι ένα από τα αγαπημένα θέματα της επιστήμης της ψυχολογίας και φυσικά αντικείμενο πολλών ερευνών καθώς μέσα σε αυτή τη σχέση οι επιστήμονες ψάχνουν να βρουν όλες τις παραμέτρους που επηρεάζουν την προσωπικότητα του ατόμου αλλά και το μέλλον του. Τα παιδιά διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους, τους στόχους τους, τις αντιλήψεις τους, τη σκέψη τους δεχόμενα μεγάλη επιρροή από τις προσδοκίες, τη νοοτροπία της μητέρας και του πατέρα και σίγουρα τις γονεικές τους πρακτικές. Επηρεάζονται όμως και οι γονείς σε αυτή τη διαδικασία ανατροφής των παιδιών διαπιστώνοντας και οι ίδιοι αλλαγές στον εαυτό τους, στον τρόπο σκέψης τους και στην ψυχική τους κατάσταση. Οι έρευνες εδώ και δεκαετίες δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση της μητέρας με το παιδί της ήδη από τις πρώτες στιγμές ύπαρξης της επικοινωνίας τους, ενώ πιο πρόσφατα άρχισε να ερευνάται περισσότερο και η σχέση πατέρα-παιδιού. Τα ερωτήματα δεν σταματούν όμως εδώ. Πως άραγε διαμορφώνεται αυτή η σχέση γονέων-παιδιού μετά την ενηλικίωση του; Κατά πόσο και με ποιο τρόπο θα μπορούσε να επηρεάζει την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση των ατόμων αυτός ο δεσμός;
Τα στάδια ανάπτυξης ορίζουν την ενηλικίωση ως την περίοδο όπου οι νέοι καλούνται να αντιμετωπίσουν την ζωή πέρα από την ασφάλεια της οικογένειας τους αποκτώντας την αυτονομία τους έχοντας τις υποχρεώσεις ενός ώριμου πολίτη της κοινωνίας. Συνταγματικά το άτομο ενηλικιώνεται μετά το κλείσιμο των 18 χρόνων παρόλα αυτά στο μυαλό όλων μας ένας δεκαοχτάχρονος είναι απλά ένα παιδί που μόλις τελείωσε το σχολείο. Η διαδικασία της ενηλικίωσης είναι κάτι παραπάνω από μια στιγμή ή ένα χρόνο, είναι μια σταδιακή πορεία προς την αυτονομία και την ανάληψη ευθυνών που καθιστούν ένα άτομο ικανό να ζήσει χωρίς την στήριξη της πατρικής οικογένειας. Οι βασικές αλλαγές που ορίζουν την ενήλικη ζωή είναι η αυτονομία από την οικογενειακή εστία, το να έχει δηλαδή πλέον το άτομο το δικό του σπίτι χωρίς τους γονείς και το ξεκίνημα της επαγγελματικής ζωής, αυτή θα είναι και η βάση για τη δημιουργία μιας νέας οικογένειας στη συνέχεια.
Σήμερα, παρατηρείται μια «παράταση» της διαδικασίας της ενηλικίωσης που με μια πρώτη ματιά συνδέεται άμεσα με την περαιτέρω εκπαίδευση των νέων ατόμων και την επαγγελματική τους πορεία. Μέσα στις νέες συνθήκες που έρχονται να αντιμετωπίσουν, οι γονείς στέκονται παραστάτες αλλά και υποστηρικτές για κάμποσα χρόνια ακόμα στα παιδιά τους. Πότε όμως αλλάζουν τα πράγματα; Πότε οι γονείς μπορούν να κάνουν ένα βήμα πίσω καμαρώνοντας την αυτονομία των παιδιών τους; Έχει λοιπόν ενδιαφέρον να σκεφτούμε πως διαμορφώνεται η σχέση γονέων με το ενήλικο παιδί τους και ποιο είναι το ψυχικό κόστος και όφελος αυτής της παράτασης της εξάρτησης των νέων από τους γονείς τους στις διάφορες φάσεις της ζωής τους (νέος ενήλικας αλλά και στην συνέχεια της ζωής του).
Αίτια παρατεταμένης υποστήριξης
Τρεις είναι οι κύριοι λόγοι που οι γονείς τείνουν να υποστηρίζουν έμπρακτα το παιδί τους: 1. Το παιδί αντιμετωπίζει καθημερινά προβλήματα ή κρίση (ανεργία, προβλήματα υγείας, διαζύγιο), 2. Το παιδί έχει δυνατότητες για μελλοντική επιτυχία (νέος ενήλικας, παρατεταμένη εκπαίδευση, μεγάλωμα εγγονού) ή 3. κατά τη διάρκεια της καθημερινής αλληλεπίδρασης που συμβαίνει με ή χωρίς πρόθεση (οι γονείς παρέχουν συμβουλές και συναισθηματική στήριξη στις καθημερινές αλληλεπιδράσεις τους με το παιδί τους). Με άλλα λόγια η γονεική υποστήριξη έρχεται είτε ως «αναγκαία» συμπαράσταση στα προβλήματα του παιδιού, είτε ως αποτέλεσμα ισχυρού δεσμού για να αναπτύξει περισσότερο το παιδί το μέλλον του, είτε επειδή χαίρονται ο ένας τη συντροφιά του άλλου.
Παρόλα αυτά κάποιες φορές τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά μπορεί να αισθανθούν άβολα με αυτή την υποστήριξη ιδίως όταν αυτή στηρίζεται στους δύο πρώτους λόγους. Από τη μία πλευρά λοιπόν, οι γονείς ελικόπτερα που πετούν πάνω από τα ενήλικα παιδιά τους και προσπαθούν να διευθύνουν κάθε τους κίνηση ή εκείνοι που τρέχουν να βγάλουν κάθε εμπόδιο που μπορεί να βρεθεί στο δρόμο του παιδιού τους. Όλα αυτά αναφέρονται στην γονεική στήριξη που καθηλώνει κάποιες φορές τους νέους ενήλικες σε ένα στάδιο στο οποίο εντέλει δυσκολεύονται να ανεξαρτητοποιηθούν νιώθουν αδύναμοι, ανασφαλείς και συχνά αποτυγχάνουν. Ένα γνωστό αστείο που πολλές φορές ακούγεται στις αίθουσες των πανεπιστημίων αναφέρεται σε γονείς φοιτητών που έρχονται για να ζητήσουν μια αλλαγή στο βαθμό του παιδιού τους ή σε γονείς που συνοδεύουν το παιδί τους στις συνεντεύξεις για επικείμενες θέσεις εργασίας. Αυτή η σχέση μοιάζει να δεσμεύει τους νέους ενήλικες σε μία κατάσταση όπου οι ευθύνες τους ακόμα μοιράζονται σε μεγάλο βαθμό με τους γονείς ή ακόμα χειρότερα εξαρτώνται από εκείνους στο μεγαλύτερο βαθμό, ελαχιστοποιώντας έτσι την αυτοπεποίθησή τους, την ευελιξία τους, την προσαρμογή τους σε ένα κόσμο ανάληψης ευθυνών και φυσικά την ικανότητά τους να βρίσκουν τις λύσεις στα προβλήματά τους.
Από την άλλη πλευρά, παρόλη την υποστήριξη των γονέων και την καλή τους πρόθεση να βοηθήσουν στα εμπόδια που μπορεί να συναντά ένας νέος ενήλικας, και εκείνοι αναφέρονται σε μία σχέση που τους κάνει να αισθάνονται παρατεταμένο άγχος και ευθύνη για όσα συμβαίνουν σε μία ζωή που πλέον δεν ελέγχουν όπως όταν τα βλαστάρια τους ήταν όντως παιδιά. Έτσι και οι δύο πλευρές συνήθως μιλούν για την ανάγκη τους για αυτονομία.
Ποιότητα δεσμού
Η ποιότητα του δεσμού μεταξύ γονέων και νέων ενηλίκων μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε τρεις τύπους: α) θετικά συναισθήματα και στοργή, β) διαμάχες και αρνητικά συναισθήματα όπως ανησυχία, απογοήτευση, εκνευρισμός, γ)αμφιλεγόμενα ή ανάμεικτα συναισθήματα. Αυτή η τελευταία κατηγορία είναι αρκετά συχνή στους γονείς και τους νέους ενήλικες οι οποίοι αν και αναφέρουν αμφότεροι συναισθήματα στοργής τονίζουν αρνητικά την υπερβολική παρέμβαση και υποστήριξη που χαρακτηρίζει αυτό το δεσμό. Επιπλέον η σχέση τους μπορεί να είναι περίπλοκη λόγω της αίσθησης ότι η άλλη μεριά είναι υπερβολικά παρεμβατική ή απαιτητική, απογοητευμένη ή ανήσυχη. Δεν είναι παράξενο ότι σχέσεις με τέτοια συνοχή εμπεριέχουν και αρνητικά συναισθήματα. Οι διαμάχες άλλωστε είναι κάτι σύνηθες για το οποίο μάλιστα οι ψυχολόγοι αναρρωτιούνται για το πως λύνονται και όχι αν υπάρχουν. Ένας από τους λόγους αυτής της αμφιθυμία θα μπορούσε να προέρχεται από το γεγονός ότι οι γονείς βρίσκουν δύσκολο να δεχτούν τις αλλαγές που υπάρχουν στις κοινωνικές συνθήκες ενός νέου ενήλικα στο τώρα σε σύγκριση με τη δική τους ενηλικίωση. Οι γονείς και ιδιαίτερα οι πατεράδες πολλές φορές αναφέρουν αμφιθυμία σχετικά με το ότι τα ενήλικα παιδιά τους δεν έχουν καταφέρει στόχους που είναι συνδεδεμένοι με την ενηλικίωση όπως ολοκλήρωση των σπουδών, γάμος, εξασφάλιση εργασίας. Μια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να αναφέρεται στις επιλογές των παιδιών τους ή στην αδυναμία τους να ελέγξουν τις συνθήκες της ζωής τους και να πάρουν αποφάσεις οι οποίες θα ταίριαζαν ίσως στις προσδοκίες των γονέων.
Ψυχοσυναισθηματική κατάσταση
Η βασική ερώτηση παραμένει και έγκειται στο αν και με ποιο τρόπο τελικά η σχέση γονέων-παιδιού επηρεάζει την συναισθηματική κατάσταση της κάθε πλευράς. Οι γονείς είναι ευαίσθητοι στις επιτυχίες των παιδιών τους αλλά περισσότερο ευαίσθητοι στα προβλήματά τους. Αναφέρουν άγχος, πίεση και χαμηλή διάθεση όταν το παιδί τους βιώνει κάποια καθημερινή κρίση, διαζύγιο, ανεργία ή προβλήματα υγείας. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι πως στην πραγματικότητα η φύση του προβλήματος δεν φαίνεται να επηρεάζει την επίδραση στη συναισθηματική τους κατάσταση. Οι γονείς δεν φαίνεται δηλαδή να διαφοροποιούνται ως προς τα επίπεδα στενοχώριας και άγχους όταν το πρόβλημα του παιδιού τους αφορά την επιλογή του τρόπου ζωής τους (γάμος, διαζύγιο, εργασία κ.α.) από προβλήματα που παρεμβαίνουν στη ζωή τους ως εξωτερικές συνθήκες (κρίση, ανεργία, προβλήματα υγείας κ.α).
Οι γονείς εκδηλώνουν άγχος για τα προβλήματα των παιδιών τους για πολλούς λόγους. Μπορεί να ανησυχούν για το μέλλον του παιδιού τους και τον αντίκτυπο των παρόντων προβλημάτων στην εξέλιξη του. Οι γονείς επίσης ερμηνεύουν πολλές φορές την επιτυχία ή την αποτυχία του ενήλικου παιδιού τους ως τον αντικατοπτρισμό της δικής τους δουλειάς ως γονείς. Πολλές φορές ακόμα αναρωτιούνται αν είναι φυσιολογικό για το ενήλικο παιδί τους να εξαρτάται από αυτούς. Γενικότερα όμως οι γονείς που θεωρούν πως τα ενήλικα παιδιά τους χρειάζονται περισσότερη βοήθεια από άλλους ενήλικες σε αντίστοιχη ηλικία αναφέρουν χειρότερη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση (Fingerman, Cheng, Wesselmann et al. 2012). Ίσως αυτοί οι γονείς να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως αμελείς στην ανατροφή των παιδιών τους που είναι λιγότερο ικανά από άλλα στην ηλικία τους.
Από την άλλη πλευρά τα ενήλικα παιδιά φαίνεται να εκφράζουν την ανησυχία τους κυρίως προς την υγεία των γονιών τους και για το αν θα μπορέσουν να είναι σε θέση να φροντίσουν εκείνοι αργότερα αυτούς που για χρόνια τους υποστηρίζουν. Το άγχος τους λοιπόν εστιάζεται περισσότερο στην διαπίστωση τους πως οι γονείς είναι άνθρωποι το ίδιο ευάλωτοι και τρωτοί με τους υπόλοιπους. Επιπλέον όπως ήδη αναφέρθηκε η ψυχική τους κατάσταση επηρεάζεται περισσότερο όταν νιώθουν ότι απογοητεύουν τις προσδοκίες των γονέων τους και νιώθουν μειωμένη αυτοπεποίθηση όσο αυξάνεται η ανάγκη τους για γονεική υποστήριξη καθώς οι ίδιοι συνεχίζουν να ψάχνουν την αυτονομία τους.
Συμπερασματικά
Η σχέση των γονέων με τα παιδιά τους σχετίζεται με το άγχος και την χαμηλή ψυχική υγεία επιβαρύνοντας συναισθηματικά ιδιαίτερα τους γονείς καθώς εκείνοι φαίνεται να επενδύουν περισσότερο στα παιδιά τους από ότι το αντίστροφο. Οι γονείς βλέπουν τα παιδιά τους σαν την συνέχεια τους και επενδύουν σε αυτά για πολλά χρόνια μέχρι να ανεξαρτητοποιηθούν με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στη διαφοροποίηση τους από αυτά. Από την άλλη τα παιδιά ως ενήλικες πλέον φαίνεται να δυσκολεύονται περισσότερο στην αυτονομία τους, στην επίλυση των προβλημάτων τους αλλά και στο να βρουν ευχαρίστηση και ισορροπία στην καθημερινότητά τους όταν νιώθουν ότι οι γονείς τους είναι περισσότερο παρεμβατικοί, απαιτητικοί ή απογοητευμένοι από τους ίδιους και ανησυχούν ιδιαίτερα καθώς χάνεται η αυτοπεποίθησή τους για το πώς μπορούν να τους φροντίσουν εκείνοι όταν χρειαστεί.
Αν ψάχνουμε την αιτία, σίγουρα αυτό δεν μπορεί να είναι τόσο απλό. Οι συνθήκες, οι νέες απαιτήσεις της ζωής αλλά και ο τρόπος που οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους ίσως είναι ένα μέρος της εξήγησης. Συχνά βλέπουμε τους γονείς να φέρονται στα παιδιά τους σαν να πρόκειται να μείνουν για πάντα μαζί τους απαλλάσσοντάς τα από την συνυπευθυνότητά τους για τις δουλειές του σπιτιού και αμελώντας να τα προετοιμάσουν για τις ευθύνες των ενηλίκων (εξωτερικές υποχρεώσεις, εξοικείωση με υπηρεσίες κ.α). Πολλές φορές ακόμα και η ευθύνη του εαυτού τους και η υγιεινή τους γίνεται αποκλειστική ευθύνη των γονέων. Οι ίδιοι λοιπόν καλούνται να ισορροπήσουν σε ένα σκοινί ανάμεσα στην συναισθηματική υποστήριξη, συμβουλευτική και τη συμπαράσταση των παιδιών τους και στην παγίδα του να προσπαθήσουν να περιφρουρήσουν τη ζωή τους ώστε να τα οδηγήσουν ακόμη και μετά την ενηλικίωσή τους στον ασφαλή δρόμο που θεωρούν.
Η σχέση γονέων-παιδιού είναι ένα από τα αγαπημένα θέματα της επιστήμης της ψυχολογίας και φυσικά αντικείμενο πολλών ερευνών καθώς μέσα σε αυτή τη σχέση οι επιστήμονες ψάχνουν να βρουν όλες τις παραμέτρους που επηρεάζουν την προσωπικότητα του ατόμου αλλά και το μέλλον του. Τα παιδιά διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους, τους στόχους τους, τις αντιλήψεις τους, τη σκέψη τους δεχόμενα μεγάλη επιρροή από τις προσδοκίες, τη νοοτροπία της μητέρας και του πατέρα και σίγουρα τις γονεικές τους πρακτικές. Επηρεάζονται όμως και οι γονείς σε αυτή τη διαδικασία ανατροφής των παιδιών διαπιστώνοντας και οι ίδιοι αλλαγές στον εαυτό τους, στον τρόπο σκέψης τους και στην ψυχική τους κατάσταση. Οι έρευνες εδώ και δεκαετίες δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση της μητέρας με το παιδί της ήδη από τις πρώτες στιγμές ύπαρξης της επικοινωνίας τους, ενώ πιο πρόσφατα άρχισε να ερευνάται περισσότερο και η σχέση πατέρα-παιδιού. Τα ερωτήματα δεν σταματούν όμως εδώ. Πως άραγε διαμορφώνεται αυτή η σχέση γονέων-παιδιού μετά την ενηλικίωση του; Κατά πόσο και με ποιο τρόπο θα μπορούσε να επηρεάζει την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση των ατόμων αυτός ο δεσμός;
Τα στάδια ανάπτυξης ορίζουν την ενηλικίωση ως την περίοδο όπου οι νέοι καλούνται να αντιμετωπίσουν την ζωή πέρα από την ασφάλεια της οικογένειας τους αποκτώντας την αυτονομία τους έχοντας τις υποχρεώσεις ενός ώριμου πολίτη της κοινωνίας. Συνταγματικά το άτομο ενηλικιώνεται μετά το κλείσιμο των 18 χρόνων παρόλα αυτά στο μυαλό όλων μας ένας δεκαοχτάχρονος είναι απλά ένα παιδί που μόλις τελείωσε το σχολείο. Η διαδικασία της ενηλικίωσης είναι κάτι παραπάνω από μια στιγμή ή ένα χρόνο, είναι μια σταδιακή πορεία προς την αυτονομία και την ανάληψη ευθυνών που καθιστούν ένα άτομο ικανό να ζήσει χωρίς την στήριξη της πατρικής οικογένειας. Οι βασικές αλλαγές που ορίζουν την ενήλικη ζωή είναι η αυτονομία από την οικογενειακή εστία, το να έχει δηλαδή πλέον το άτομο το δικό του σπίτι χωρίς τους γονείς και το ξεκίνημα της επαγγελματικής ζωής, αυτή θα είναι και η βάση για τη δημιουργία μιας νέας οικογένειας στη συνέχεια.
Σήμερα, παρατηρείται μια «παράταση» της διαδικασίας της ενηλικίωσης που με μια πρώτη ματιά συνδέεται άμεσα με την περαιτέρω εκπαίδευση των νέων ατόμων και την επαγγελματική τους πορεία. Μέσα στις νέες συνθήκες που έρχονται να αντιμετωπίσουν, οι γονείς στέκονται παραστάτες αλλά και υποστηρικτές για κάμποσα χρόνια ακόμα στα παιδιά τους. Πότε όμως αλλάζουν τα πράγματα; Πότε οι γονείς μπορούν να κάνουν ένα βήμα πίσω καμαρώνοντας την αυτονομία των παιδιών τους; Έχει λοιπόν ενδιαφέρον να σκεφτούμε πως διαμορφώνεται η σχέση γονέων με το ενήλικο παιδί τους και ποιο είναι το ψυχικό κόστος και όφελος αυτής της παράτασης της εξάρτησης των νέων από τους γονείς τους στις διάφορες φάσεις της ζωής τους (νέος ενήλικας αλλά και στην συνέχεια της ζωής του).
Αίτια παρατεταμένης υποστήριξης
Τρεις είναι οι κύριοι λόγοι που οι γονείς τείνουν να υποστηρίζουν έμπρακτα το παιδί τους: 1. Το παιδί αντιμετωπίζει καθημερινά προβλήματα ή κρίση (ανεργία, προβλήματα υγείας, διαζύγιο), 2. Το παιδί έχει δυνατότητες για μελλοντική επιτυχία (νέος ενήλικας, παρατεταμένη εκπαίδευση, μεγάλωμα εγγονού) ή 3. κατά τη διάρκεια της καθημερινής αλληλεπίδρασης που συμβαίνει με ή χωρίς πρόθεση (οι γονείς παρέχουν συμβουλές και συναισθηματική στήριξη στις καθημερινές αλληλεπιδράσεις τους με το παιδί τους). Με άλλα λόγια η γονεική υποστήριξη έρχεται είτε ως «αναγκαία» συμπαράσταση στα προβλήματα του παιδιού, είτε ως αποτέλεσμα ισχυρού δεσμού για να αναπτύξει περισσότερο το παιδί το μέλλον του, είτε επειδή χαίρονται ο ένας τη συντροφιά του άλλου.
Παρόλα αυτά κάποιες φορές τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά μπορεί να αισθανθούν άβολα με αυτή την υποστήριξη ιδίως όταν αυτή στηρίζεται στους δύο πρώτους λόγους. Από τη μία πλευρά λοιπόν, οι γονείς ελικόπτερα που πετούν πάνω από τα ενήλικα παιδιά τους και προσπαθούν να διευθύνουν κάθε τους κίνηση ή εκείνοι που τρέχουν να βγάλουν κάθε εμπόδιο που μπορεί να βρεθεί στο δρόμο του παιδιού τους. Όλα αυτά αναφέρονται στην γονεική στήριξη που καθηλώνει κάποιες φορές τους νέους ενήλικες σε ένα στάδιο στο οποίο εντέλει δυσκολεύονται να ανεξαρτητοποιηθούν νιώθουν αδύναμοι, ανασφαλείς και συχνά αποτυγχάνουν. Ένα γνωστό αστείο που πολλές φορές ακούγεται στις αίθουσες των πανεπιστημίων αναφέρεται σε γονείς φοιτητών που έρχονται για να ζητήσουν μια αλλαγή στο βαθμό του παιδιού τους ή σε γονείς που συνοδεύουν το παιδί τους στις συνεντεύξεις για επικείμενες θέσεις εργασίας. Αυτή η σχέση μοιάζει να δεσμεύει τους νέους ενήλικες σε μία κατάσταση όπου οι ευθύνες τους ακόμα μοιράζονται σε μεγάλο βαθμό με τους γονείς ή ακόμα χειρότερα εξαρτώνται από εκείνους στο μεγαλύτερο βαθμό, ελαχιστοποιώντας έτσι την αυτοπεποίθησή τους, την ευελιξία τους, την προσαρμογή τους σε ένα κόσμο ανάληψης ευθυνών και φυσικά την ικανότητά τους να βρίσκουν τις λύσεις στα προβλήματά τους.
Από την άλλη πλευρά, παρόλη την υποστήριξη των γονέων και την καλή τους πρόθεση να βοηθήσουν στα εμπόδια που μπορεί να συναντά ένας νέος ενήλικας, και εκείνοι αναφέρονται σε μία σχέση που τους κάνει να αισθάνονται παρατεταμένο άγχος και ευθύνη για όσα συμβαίνουν σε μία ζωή που πλέον δεν ελέγχουν όπως όταν τα βλαστάρια τους ήταν όντως παιδιά. Έτσι και οι δύο πλευρές συνήθως μιλούν για την ανάγκη τους για αυτονομία.
Ποιότητα δεσμού
Η ποιότητα του δεσμού μεταξύ γονέων και νέων ενηλίκων μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε τρεις τύπους: α) θετικά συναισθήματα και στοργή, β) διαμάχες και αρνητικά συναισθήματα όπως ανησυχία, απογοήτευση, εκνευρισμός, γ)αμφιλεγόμενα ή ανάμεικτα συναισθήματα. Αυτή η τελευταία κατηγορία είναι αρκετά συχνή στους γονείς και τους νέους ενήλικες οι οποίοι αν και αναφέρουν αμφότεροι συναισθήματα στοργής τονίζουν αρνητικά την υπερβολική παρέμβαση και υποστήριξη που χαρακτηρίζει αυτό το δεσμό. Επιπλέον η σχέση τους μπορεί να είναι περίπλοκη λόγω της αίσθησης ότι η άλλη μεριά είναι υπερβολικά παρεμβατική ή απαιτητική, απογοητευμένη ή ανήσυχη. Δεν είναι παράξενο ότι σχέσεις με τέτοια συνοχή εμπεριέχουν και αρνητικά συναισθήματα. Οι διαμάχες άλλωστε είναι κάτι σύνηθες για το οποίο μάλιστα οι ψυχολόγοι αναρρωτιούνται για το πως λύνονται και όχι αν υπάρχουν. Ένας από τους λόγους αυτής της αμφιθυμία θα μπορούσε να προέρχεται από το γεγονός ότι οι γονείς βρίσκουν δύσκολο να δεχτούν τις αλλαγές που υπάρχουν στις κοινωνικές συνθήκες ενός νέου ενήλικα στο τώρα σε σύγκριση με τη δική τους ενηλικίωση. Οι γονείς και ιδιαίτερα οι πατεράδες πολλές φορές αναφέρουν αμφιθυμία σχετικά με το ότι τα ενήλικα παιδιά τους δεν έχουν καταφέρει στόχους που είναι συνδεδεμένοι με την ενηλικίωση όπως ολοκλήρωση των σπουδών, γάμος, εξασφάλιση εργασίας. Μια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να αναφέρεται στις επιλογές των παιδιών τους ή στην αδυναμία τους να ελέγξουν τις συνθήκες της ζωής τους και να πάρουν αποφάσεις οι οποίες θα ταίριαζαν ίσως στις προσδοκίες των γονέων.
Ψυχοσυναισθηματική κατάσταση
Η βασική ερώτηση παραμένει και έγκειται στο αν και με ποιο τρόπο τελικά η σχέση γονέων-παιδιού επηρεάζει την συναισθηματική κατάσταση της κάθε πλευράς. Οι γονείς είναι ευαίσθητοι στις επιτυχίες των παιδιών τους αλλά περισσότερο ευαίσθητοι στα προβλήματά τους. Αναφέρουν άγχος, πίεση και χαμηλή διάθεση όταν το παιδί τους βιώνει κάποια καθημερινή κρίση, διαζύγιο, ανεργία ή προβλήματα υγείας. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι πως στην πραγματικότητα η φύση του προβλήματος δεν φαίνεται να επηρεάζει την επίδραση στη συναισθηματική τους κατάσταση. Οι γονείς δεν φαίνεται δηλαδή να διαφοροποιούνται ως προς τα επίπεδα στενοχώριας και άγχους όταν το πρόβλημα του παιδιού τους αφορά την επιλογή του τρόπου ζωής τους (γάμος, διαζύγιο, εργασία κ.α.) από προβλήματα που παρεμβαίνουν στη ζωή τους ως εξωτερικές συνθήκες (κρίση, ανεργία, προβλήματα υγείας κ.α).
Οι γονείς εκδηλώνουν άγχος για τα προβλήματα των παιδιών τους για πολλούς λόγους. Μπορεί να ανησυχούν για το μέλλον του παιδιού τους και τον αντίκτυπο των παρόντων προβλημάτων στην εξέλιξη του. Οι γονείς επίσης ερμηνεύουν πολλές φορές την επιτυχία ή την αποτυχία του ενήλικου παιδιού τους ως τον αντικατοπτρισμό της δικής τους δουλειάς ως γονείς. Πολλές φορές ακόμα αναρωτιούνται αν είναι φυσιολογικό για το ενήλικο παιδί τους να εξαρτάται από αυτούς. Γενικότερα όμως οι γονείς που θεωρούν πως τα ενήλικα παιδιά τους χρειάζονται περισσότερη βοήθεια από άλλους ενήλικες σε αντίστοιχη ηλικία αναφέρουν χειρότερη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση (Fingerman, Cheng, Wesselmann et al. 2012). Ίσως αυτοί οι γονείς να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως αμελείς στην ανατροφή των παιδιών τους που είναι λιγότερο ικανά από άλλα στην ηλικία τους.
Από την άλλη πλευρά τα ενήλικα παιδιά φαίνεται να εκφράζουν την ανησυχία τους κυρίως προς την υγεία των γονιών τους και για το αν θα μπορέσουν να είναι σε θέση να φροντίσουν εκείνοι αργότερα αυτούς που για χρόνια τους υποστηρίζουν. Το άγχος τους λοιπόν εστιάζεται περισσότερο στην διαπίστωση τους πως οι γονείς είναι άνθρωποι το ίδιο ευάλωτοι και τρωτοί με τους υπόλοιπους. Επιπλέον όπως ήδη αναφέρθηκε η ψυχική τους κατάσταση επηρεάζεται περισσότερο όταν νιώθουν ότι απογοητεύουν τις προσδοκίες των γονέων τους και νιώθουν μειωμένη αυτοπεποίθηση όσο αυξάνεται η ανάγκη τους για γονεική υποστήριξη καθώς οι ίδιοι συνεχίζουν να ψάχνουν την αυτονομία τους.
Συμπερασματικά
Η σχέση των γονέων με τα παιδιά τους σχετίζεται με το άγχος και την χαμηλή ψυχική υγεία επιβαρύνοντας συναισθηματικά ιδιαίτερα τους γονείς καθώς εκείνοι φαίνεται να επενδύουν περισσότερο στα παιδιά τους από ότι το αντίστροφο. Οι γονείς βλέπουν τα παιδιά τους σαν την συνέχεια τους και επενδύουν σε αυτά για πολλά χρόνια μέχρι να ανεξαρτητοποιηθούν με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στη διαφοροποίηση τους από αυτά. Από την άλλη τα παιδιά ως ενήλικες πλέον φαίνεται να δυσκολεύονται περισσότερο στην αυτονομία τους, στην επίλυση των προβλημάτων τους αλλά και στο να βρουν ευχαρίστηση και ισορροπία στην καθημερινότητά τους όταν νιώθουν ότι οι γονείς τους είναι περισσότερο παρεμβατικοί, απαιτητικοί ή απογοητευμένοι από τους ίδιους και ανησυχούν ιδιαίτερα καθώς χάνεται η αυτοπεποίθησή τους για το πώς μπορούν να τους φροντίσουν εκείνοι όταν χρειαστεί.
Αν ψάχνουμε την αιτία, σίγουρα αυτό δεν μπορεί να είναι τόσο απλό. Οι συνθήκες, οι νέες απαιτήσεις της ζωής αλλά και ο τρόπος που οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους ίσως είναι ένα μέρος της εξήγησης. Συχνά βλέπουμε τους γονείς να φέρονται στα παιδιά τους σαν να πρόκειται να μείνουν για πάντα μαζί τους απαλλάσσοντάς τα από την συνυπευθυνότητά τους για τις δουλειές του σπιτιού και αμελώντας να τα προετοιμάσουν για τις ευθύνες των ενηλίκων (εξωτερικές υποχρεώσεις, εξοικείωση με υπηρεσίες κ.α). Πολλές φορές ακόμα και η ευθύνη του εαυτού τους και η υγιεινή τους γίνεται αποκλειστική ευθύνη των γονέων. Οι ίδιοι λοιπόν καλούνται να ισορροπήσουν σε ένα σκοινί ανάμεσα στην συναισθηματική υποστήριξη, συμβουλευτική και τη συμπαράσταση των παιδιών τους και στην παγίδα του να προσπαθήσουν να περιφρουρήσουν τη ζωή τους ώστε να τα οδηγήσουν ακόμη και μετά την ενηλικίωσή τους στον ασφαλή δρόμο που θεωρούν.